- νίγλαρος
- νίγλαροςwhistlemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
νιγλάρους — νίγλαρος whistle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιγλάρων — νίγλαρος whistle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίγλαροι — νίγλαρος whistle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιγλαρεύω — (Α) [νίγλαρος] τερετίζω … Dictionary of Greek
πίφερο — το, Ν μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»] … Dictionary of Greek